συγγαμέω

συγγαμέω
συγγᾰμ-έω,
A marry together or at the same time, S.E.M.10.99, Ps.-Democr. Alch.p.51 B., Zos.Alch. p.153 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγγαμεῖσθαι — συγγαμέω marry together pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγαμεῖται — συγγαμέω marry together pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγαμήσωσιν — συγγαμέω marry together aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”